- κοιλιάρης, -α, -ικο
- αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοιλιάρης — α, ικο, το αρσ. και κοίλιαρης (Μ κοιλιάρης, ουδ. κοιλιάριν) [κοιλία] αυτός που έχει μεγάλη και προτεταμένη κοιλιά, κοιλαράς … Dictionary of Greek